Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τη δυσανεξία στη λακτόζη

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε κάποιον ο οποίος να υποφέρει από δυσανεξία στη λακτόζη, κοινώς να μην μπορεί να χωνέψει το γάλα και αρκετά γαλακτοκομικά προϊόντα. Σε ιατρικούς όρους, δυσανεξία στη λακτόζη θεωρείται η αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει την λακτόζη, το βασικό σάκχαρο του γάλακτος. Η λακτόζη είναι ο σημαντικότερος και ουσιαστικά ο αποκλειστικός υδατάνθρακας του γάλακτος. Η μοναδικότητα της λακτόζης έγκειται στο γεγονός ότι αυτή απαντάται μόνο στο γάλα και σε κανένα άλλο τρόφιμο.

Η λακτόζη επιδρά θετικά στην δραστηριότητα του πεπτικού οικοσυστήματος, ενώ συμβάλλει στην καλύτερη απορρόφηση πολλών άλλων θρεπτικών συστατικών, ιδίως του ασβεστίου. Η λακτόζη δεν απορροφάται στο έντερο αυτούσια από τον ανθρώπινο οργανισμό. Η απορρόφησή της προϋποθέτει τη διάσπασή της στο γαστρεντερικό σωλήνα από το ένζυμο λακτάση σε γλυκόζη και γαλακτόζη.
Η δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται στην έλλειψη του ενζύμου λακτάση, που κανονικά παράγεται από κύτταρα του λεπτού εντέρου. Εκτιμάται ότι περίπου 70% των ενηλίκων παγκοσμίως εμφανίζουν μειωμένη παραγωγή λακτάσης. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι περίπου 30% των παιδιών κάτω των 5 ετών εμφανίζουν κάποια ανεπάρκεια λακτάσης και συνακόλουθα συμπτώματα δυσανεξίας στη λακτόζη, ενώ το ποσοστό αυξάνεται πριν την εφηβεία.


Όσοι εμφανίζουν δυσανεξία στη λακτόζη, οδηγούνται αναπόφευκτα στην αποφυγή ή στη μείωση κατανάλωσης του γάλακτος. Αυτό όμως έχει σαν συνέπεια τη μείωση της πρόσληψης ασβεστίου κάτι που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης.
Τα δυμπτώματα δεν είναι ίδια σε όλους: Υπάρχουν πολλοί που έχουν δυνατότητα πέψης μικρών ποσοτήτων λακτόζης και άλλοι με μηδενική ανοχή σε αυτή. Σε ήπιες περιπτώσεις, παρατηρούνται μικρά φουσκώματα και σε ακραίες περιπτώσεις, παρατηρούνται κοιλιακά άλγη, κράμπες και διάρροια.


Η αντιμετώπιση της δυσανεξίας στη λακτόζη περιλαμβάνει το περιορισμό της λακτόζης στη δίαιτα, την υποκατάσταση της από εναλλακτικές θρεπτικές ουσίες, την παροχή της απαραίτητης ποσότητας ασβεστίου από άλλες πηγές τροφίμων και τη λήψη υποκατάστατων του ενζύμου της λακτάσης.
Δυστυχώς, έως τώρα δεν υπάρχει θεραπεία που να βοηθάει στην παραγωγή λακτάσης στο ανθρώπινο σώμα. Οπότε, το ζητούμενο είναι η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Αυτό μπορεί να γίνει με κάνοντας δάφορες δοκιμές, ώστε να καταλάβουμε σε ποιο βαθμό μπορούμε να ανεχθούμε τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Παρατηρώντας πόσα γαλακτοκομικά προϊόντα καταναλώνουμε και την αντίδραση του σώματός μας, μπορούμε να καθορίσουμε πόση ποσότητα από γάλα, κρέμα γάλακτος, σαντιγύ, γιαούρτι, μυζήθρα, παγωτό, τυρί ή βούτυρο, μπορούμε να χωνέψουμε. Στην αγορά κυκλοφορούν πολλά προϊόντα με χαμηλή περιεκτικότητα σε λακτόζη.


Συνήθως, όσοι έχουν δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να καταναλώσουν 6 γραμμάρια λακτόζης την ημέρα, δηλαδή μισό ποτήρι γάλα. Ο οργανισμός όμως μπορεί να εκπαιδευτεί ώστε  να μπορέσει να ανεχτεί τη διπλάσια και παραπάνω ποσότητα λακτόζης, δηλαδή 12 γραμμάρια την ημέρα (ένα ποτήρι γάλα). Πως; Με σταδιακή αύξηση της λακτόζης σε διάστημα τριων μηνών. Σε κάθε περίπτωση καλό είναι να μοιράζετε τα γαλακτοκομικά στη διάρκεια την ημέρας και να τα τρώτε με άλλα τρόφιμα που δεν περιέχουν λακτόζη.


Tips:
Το πλήρες γάλα είναι καλύτερα ανεκτό από το αποβουτυρωμένο
Τα σκληρά τυριά είναι χαμηλά σε λακτόζη και ανεκτά συνήθως
Το γιαούρτι με προβιοτικά είναι καλύτερα ανεκτό απ το γάλα
Το γιαούρτι ως προϊόν ζύμωσης γίνεται καλύτερα ανεκτό
Το κεφίρ έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε λακτόζη

Τα προϊόντα σόγιας δεν περιέχουν λακτόζη

Like This Post? Please share!

  • Share to Facebook
  • Share to Twitter
  • Share to Google+
  • Share to Stumble Upon
  • Share to Evernote
  • Share to Blogger
  • Share to Email
  • Share to Yahoo Messenger
  • More...

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Leave a Reply

Scroll to top